πεντηκοντούτης — ες / πεντηκοντούτης, ες, θηλ. και πεντηκοντοῡτις, ιδος, ΝΑ αυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, ο πενηντάρης αρχ. αυτός που διαρκεί πενήντα έτη, αυτός που περιλαμβάνει διάστημα πενήντα ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πεντηκοντοέτης < πεντήκοντα + ετης… … Dictionary of Greek
πεντηκοντούτεις — πεντηκοντούτης fifty years old masc/fem acc pl πεντηκοντούτης fifty years old masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοντουτίδων — πεντηκοντούτης fifty years old fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοντουτῶν — πεντηκοντούτης fifty years old masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοντούτιδας — πεντηκοντούτης fifty years old fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντηκοντούτιδες — πεντηκοντούτης fifty years old fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
πενηντάρης — ο, θηλ. α αυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, που βρίσκεται στο πεντηκοστό έτος τής ηλικίας του, πεντηκοντούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενήντα + κατάλ. άρης (πρβλ. εικοσ άρης)] … Dictionary of Greek
πεντηκοντούτας — πεντηκοντούτᾱς , πεντηκοντούτης fifty years old masc/fem acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)